- δεκατετράστιχος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους: Το σονέτο είναι ένα δεκατετράστιχο ποίημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκατετράστιχος — η, ο 1. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράστιχο το σονέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. στον πληθ. αριθμό δεκατετράστιχα μαρτυρείται από το 1891 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek